διαπυήσεις

διαπυήσεις
διαπύησις
suppuration
fem nom/voc pl (attic epic)
διαπύησις
suppuration
fem nom/acc pl (attic)
διαπυέω
suppurate
aor subj act 2nd sg (epic)
διαπυέω
suppurate
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πυογόνος — ο, και πυογενής, ές, Ν ιατρ. (για μικροοργανισμούς που προκαλούν διαπυήσεις ή φλεγμονές) αυτός που παράγει πύον («πυογόνος σταφυλόκοκκος»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειες λ., πρβλ. γαλλ. pyogene (< πύον + γενής / γόνος < γένος / γόνος < γίγνομαι) …   Dictionary of Greek

  • ακοκκιοκυτταραιμία — Παθολογική κατάσταση στην οποία υπάρχει μεγάλη ελάττωση των ουδετερόφιλων πολυμορφοπύρηνων του αίματος, που συνοδεύεται από κλινικές εκδηλώσεις. Όταν ο αριθμός των ουδετερόφιλων πυρήνων είναι κάτω από 1.000 κ. χλστ., τότε ο ασθενής πάσχει από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”